Η δική μας ιστορία της 14ης Μαρτίου 1957
Ήταν μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957. Οι συγκρατούμενοί του φώναζαν: «Θάρρος Παλληκαρίδη, θάρρος Παλληκαρίδη». Όμως, ο εκ Τσάδας 18χρονος μαθητής του Ελληνικού Γυμνασίου Πάφου, ο ποιητής, ο ήρωας Ευαγόρας Παλληκαρίδης τους αποστομώνει: «Θάρρος έχω πολύ. Αυτή τη στιγμή περνώ την είσοδο του ικριώματος». Κοντοστέκεται μπροστά στη μακάβρια θηλιά και ψέλνει τον Εθνικό Ύμνο. Οι δήμιοι τα χάνουν... Φωνάζει ξανά στους συναγωνιστές του: «Γεια σας αδέλφια! Γεια σας λεβέντες! Ελπίζω να 'μαι ο τελευταίος που εκτελούν. Αδέλφια συνεχίστε τον αγώνα. Εγώ βαδίζω στην αγχόνη γελαστός, αποφασιστικός και υπερήφανος». 12:02 ανοίγει η καταπακτή της αγχόνης και ο Βαγορής ανεβαίνει την ανηφοριά της Αθανασίας...
«Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου», γράφει στο τελευταίο του γράμμα και συνεχίζει: «Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί».
Κι όμως, ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης καθόρισε ο ίδιος τη μοίρα του. Όταν στο «Ειδικό Δικαστήριο», την 25η Φεβρουαρίου 1957, απαγγέλθηκε το κατηγορητήριο από το «δικαστή» Σω, ο 18χρονος μαθητής δήλωσε περήφανα ένοχος. Ερωτά ο αφελής Σω: «Έχεις να είπης τι διατί να μη σου επιβληθή ποινή;». Και η απάντηση του Βαγορή: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Εκείνο όμως το οποίον έχω να είπω είναι τούτο: Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο».
Αυτή την ιστορία θα μάθουν τα παιδιά μας για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη! Γιατί θα τους την πούμε εμείς. Είτε την γράψουν στα σχολικά βιβλία, είτε όχι! Η 14η Μαρτίου 1957 θα μπολιάζει, παντοτινά, τη μαθητιώσα νεολαία με Αρετή και Τόλμη. Διότι χρειάζεται Αρετή και Τόλμη η Ελευθερία...
Σχόλια